- ὀξεῖς
- ὀξύς 2sharpmasc nom pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Sport en Grèce antique — Le Diadumène de Polyclète : athlète ceignant sa tête du bandeau de la victoire, musée national archéologique d Athènes La pratique du sport est l une des caractéristiques de la civilisation grecque antique. Le premier livre des Macchabées… … Wikipédia en Français
Teeteto — Para otros usos de este término, véase Teeteto (desambiguación). Teeteto, en griego Θεαίτητος, en latín Theaetetus o Theaitetos (Atenas c. 417 a. C. 369 a. C.), hijo de Eufronio, del demo ateniense de Sunión, fue un matemático … Wikipedia Español
LUPATA — apud Matt. l. 1. Epigr. 105. cuius Epigraphe de spectaculo v. 4. Mordent aurea quod lupata cervi, Quod frenis Libyci domantur ursi etc. genus freni asperrimi, a lupinis dentibus dicti, qui inaequales sunt, unde etiam eorum morsus vehementior,… … Hofmann J. Lexicon universale
LUPUS — I. LUPUS Cos. cum Maximo, A. U. C. 984. II. LUPUS Dux Seu. Imp. ab Albini militibus victus, de quo vide Casaub. ad Seu. Spartiani. III. LUPUS Ep. Senonensis, qui tantâ erat in pauperes munificentiâ, ut nullum sibi thesaurum relinqueret, sed omnes … Hofmann J. Lexicon universale
γίγγρας — γίγγρας, ο (Α) 1. μικρός φοινικικός αυλός ή φλογέρα που παράγει οξείς και λυπητερούς τόνους 2. ο ήχος τού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού γίγγρος*) … Dictionary of Greek
επιχειρητής — ἐπιχειρητής, ὁ (Α) [επιχειρώ] 1. τολμηρός, δραστήριος («oἱ μὲν ὀξεῑς οἱ δὲ βραδεῑς, καὶ οἱ μὲν ἐπιχειρηταὶ οἱ δὲ ἄτολμοι», Θουκ.) 2. έτοιμος να επιχειρήσει κάτι («ἐπιχειρητής παντός») … Dictionary of Greek
ετερόπτερα — Τάξη ημιπτεροειδών εντόμων με ατελή μεταμόρφωση, η οποία αριθμεί περίπου 25.000 χερσόβια και υδρόβια είδη. Τα έντομα αυτά έχουν μεταπλάσει τα εμπρόσθια πτερύγια σε ημιέλυτρα, τα οποία –όταν το ζώο μένει ακίνητο– τοποθετούνται οριζόντια πάνω στο… … Dictionary of Greek
ευπαρακολούθητος — η, ο (Α εὐπαρακολούθητος, ον) (για κείμενα ή εκθέσεις γεγονότων, ιδεών κ.λπ.) αυτός που παρακολουθείται εύκολα, ο ευνόητος αρχ. 1. αυτός που παρακολουθεί εύκολα 2. (κατά τον Ησύχ.) «εὐπαρακολούθητοι ὀξεῑς εἰς τὰ πράγματα καὶ οὐ νωχελεῑς». επίρρ … Dictionary of Greek
εχίνος — I (echinus). Θαλάσσιο ζώο, γνωστό κυρίως ως αχινός (βλ. λ.) II (Ανατ.). Ένα από τα τμήματα του πολύχωρου στομαχιού των μηρυκαστικών, το οποίο βρίσκεται μεταξύ του κεκρύφαλου και του ηνύστρου. Ο ε. δεν έχει αδένες και ο βλεννογόνος της εσωτερικής… … Dictionary of Greek
θοώ — θοῶ, όω (Α) [θοός ΙΙ] 1. κάνω κάτι οξύ, αιχμηρό, κοφτερό, λεπταίνω κάτι 2. (παθ). θοοῡμαι, όομαι παροξύνομαι, οργίζομαι, ερεθίζομαι 3. φρ. «θοῶ ἰάμβους» κάνω οξείς ιάμβους, κάνω προσβλητικούς ιάμβους … Dictionary of Greek